..σκέφτομαι και γράφω.

18.2.11

αυπνίες (μέρος 1ο)


Η τηλεόραση έπαιζε μια ταινία που έβλεπα για τρίτη -νομίζω- φορά,
τα φώτα σβηστά, το παράθυρο ανοιχτό, οι κουρτίνες τραβηγμένες,
ο σκύλος είχε αποκοιμηθεί δίπλα μου και εγώ για ακόμη μια βραδιά είχα τις αυπνίες μου.
Σύνηθες φαινόμενο τελευταία.
Κάποιες φορές τη διασκεδάζω αυτή την ανέμελη ψυχαναγκαστική νεύρωση μου.
Άλλες πάλι με μελαγχολεί και με κουράζει.
Η νύχτα έξω φωτεινή και ήρεμη, δεν ήθελα να μελαγχολήσω ούτε να βάλω μπροστά όλα τα υπαρξιακά θέματα και ερωτήματά μου,
τα οποία τέτοιες ώρες έχουν την τάση να αναζητούν τις απαντήσεις τους.
Η ώρα περνούσε, έκανα προσπάθεια να (ξανα)δω την ταινία, κανένα αποτέλεσμα, την έκλεισα.
Στρυφογύρισα κάνα δυό φορές και την ξανάνοιξα.
Καμία ελπίδα ύπνου.
Σηκώθηκα ξυπνώντας άθελα μου το σκύλο, πήγα στο παράθυρο.
Κρύο.
Σύννεφα λιγοστά και άσπρα, αστέρια αχνά και ένα ολόλαμπρο ολόγιομο φεγγάρι.
Οι δρόμοι της γειτονιάς ήσυχοι μισοφωτισμένοι, σπίτια σκοτεινά.
Όλη η θέα απο το παράθυρό μου βουτηγμένη στο φεγγαρόφωτο.
Μια ηρεμία.
Άρχισα να αναπολώ, αναμνήσεις, στιγμές, εικόνες, δεν μπορούσα να το ελέγξω πια έχοντας ένα τέτοιο ουρανό πάνω απ'το κεφάλι μου.
Δεν υπήρχε όμως κανένας ειρμός στις σκέψεις μου.
Διάφορες και διαφορετικές συνεχώς.
Ασυνάρτητες.
Αστείες, παράξενες, θλιβερές.
Συγκρούονταν μεταξύ τους μέσα μου.
Δεν έκανα το κόπο να τις βάλω σε τάξη, δε με νοιαζε.
Ούτε να τις διαχωρίσω.
Τις άφηνα ελεύθερες να με ζαλίσουν και να με νυστάξουν.
Άλλωστε ήξερα πως εγώ τις ξύπνησα.
Εγώ και το δυνατό φεγγάρι.
Δε θα ηρεμούσαν αν δεν έφευγα απο το παράθυρο όμως, ούτε εγώ ούτες εκείνες.
Το έκλεισα, όχι τις κουρίνες, η ταινία ήταν στους τίτλους τέλους, ο σκύλος είχε ξανακοιμηθεί.
Ξάπλωσα.
Γύρισα τη πλάτη στο φεγγάρι, μα πάλι με ενοχλούσε.
Έλαμπε τόσο επίμονα.
Τράβηξα απότομα το πάπλωμα, μέχρι τα μάτια.
-Γαβ !
Πάλι τον ξύπνησα..
Τουλάχιστον αυτός δε πάσχει από αυπνίες..