..σκέφτομαι και γράφω.

13.11.10

πέμπτη και νύχτα



Πέμπτη βράδυ. Βρίσκομαι σε γνώριμο σκηνικό. Εκεί στη γωνιά μας, το μπαρ ξύλινο, φίλοι καλοί.Μπροστά μας αλκοόλ και πακέτα. Η μουσική θλιμένη, μα πάντα αγαπημένη.
Ακόμη ένα βράδυ Πέμπτης ξεκινούσε, καθιερωμένο πια. Πάντα εκεί.
Δεν ήμουν άνετη, φρόντιζα να μην το δείχνω το είχα εξασκήσει αρκετά αυτό μου το ταλέντο, δεν γινόμουν εύκολα αντιληπτή.
Γελούσα και έπινα απολάμβανα τη συντροφιά μου. Όλα έμοιαζαν ευχάριστα.
Έμοιαζαν μόνο.
Μέσα μου αταξία, σύγχυση πλήρης.
Πάλι με αναστάτωνες. Πάλι χαλούσες την ηρεμία μου, τη βραδιά μου και την Πέμπτη μου.
Πάλι.
Σε σκεφτόμουν. Έλειπες ακόμη μια φορά απο δίπλα μου.
Ακόμη μια νύχτα μας έβρισκε χωριστά καρδιά μου.
Θα συνηθίσω την απουσία σου μόνο όταν την αποδεχτώ και αυτό αρνούμαι πεισματικά να το κάνω. Λυπάμαι.
Με ταλαιπωρούσες ξανά -ουφφ-.
Την απουσία σου δε θα τη συνηθίσω, δε θέλω μα συνήθισα να φεύγεις και να έρχεσαι.
Να μου θέτεις όρια, να μου ζητάς χρόνο.
Συνήθισα να με παίζεις απροκάλυπτα και να το δέχομαι.
Να με αποδέχεσαι μόνο και μόνο για να με απορρίψεις μετά.
Χρέωνα τον εαυτό μου, υπερβολές. Άδικες υπερβολές. Πανικός.
Στιγμές στιγμές ήθελα να σε εκδικηθώ, να σε πληγώσω πολύ, έπειτα μετάνιωνα.
Πως θα μπορoύσα να το κάνω; Μου είχες στερήσει αυτή μου τη δύναμη.
Βεβιασμενες σκέψεις.
Χανόμουν, η βραδιά κυλούσε, η στάθμη του ποτού μου έπεφτε μαζί με την διάθεσή μου.
-Μια απ'τα ίδια; Ρωτούσε η φωνή απ'το μπαρ η οποία με επανέφερε στη πραγματικότητα.
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. -Αλοίμονο-
Αν και το αλκοόλ μπέρδευε χειρότερα τις ήδη μπερδεμένες σκέψεις μου.
Ένιωθα το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον μου να είναι βουτηγμένα στο gin..
Με σκεφτόσουν καθόλου άραγε και εσύ; -θεέ μου πόσο παιδιάστικο ακούστηκε αυτό !-
Παιδιάστικο και συνάμα τόσο αληθινό και αγνό.
Με αναζητούσες άραγε και εσύ; Έστω λίγο..όπως έκανα και εγώ.
Σε αναζητούσα επίμονα μέσα στο καπνό και στους ήχους.
...και το κινητό μου να μην λέει να φωτίσει.
Κάποιες στιγμές σε ένιωθα τόσο κοντά μου, τόσο δίπλα μου.
Ναι υπήρχαν και τέτοιες στιγμές με ηρεμούσαν και με καθησύχαζαν.
Έπειτα μου έφευγες βιαστικά. Νικούσαν οι άλλες σκέψεις, οι κακές.
Να ήξερες πόσο μου έχουν λείψει τα μάτια σου.
Τα μάτια σου πάνω μου. Είχες ένα αλλιώτικο τρόπο να με κοιτάς.
Μετά σε ξεχνούσα και ξεχνιόμουν.
Για λίγο μέχρι κάτι να σε θυμίσει πάλι.
Και η άτιμη η μουσική δεν βοηθούσε.
-Ακόμη ένα, είπα κλείνοντας το κινητό μου, τελευταίο είπα (απο μέσα μου).
Το ήπια βιαστικά, ήθελα τις μοναξιές μου. Χαιρέτησα.
Έφυγα.
Η ώρα περασμένη και η νύχτα κρύα.
Περπατούσα και κουβαλούσα μαζί μου αυτή την απαίσια αίσθηση του κενού.
Ένιωθα άδεια. Κενή.
Αλήθεια πως γίνεται κάτι που είναι κενό, άδειο να με βαραίνε τόσο πολύ;
Κι όμως γινόταν. Είχε μια αλλόκοτη ισχύ πάνω μου.
Έφτασα σπίτι, άνοιξα τα παράθυρα, χάραζε.
Πόσο άχαρη μου φαινόταν αυτή η ανατολή;
Είναι που συνέχιζες να μου λείπεις εσύ, τι κι αν ήρθε καινούργια μέρα.
Δεν άνοιξα το κινητό μου και κάπου βαθιά στα σκεπάσματά μου αναζητούσα την ηρεμία μου.


...Καλημέρα σου αγάπη μου, όπου κι αν σε βρίσκει η Παρασκευή που ξημέρωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου