..σκέφτομαι και γράφω.

29.10.12

πορεία προς το χειμώνα.

Γυρνώ στο σπίτι με τα πόδια.
Ο χειμωνιάτικος αέρας που τσούζει το πρόσωπο με ευχαριστεί.
Περπατάω στο πρώτο παράλληλο δρόμο του δικού μου. Στα πεζοδρόμια τα δέντρα του χειμώνα πυκνά, ξεμαλλιασμένα, ασουλούπωτα χτυπιούνται και γεμίζουν την άσφαλτο φύλλα ξερά.
Ο φετινός χειμώνας δείχνει αργόσυρτος.
Ο χειμώνας είναι το σπίτι μου. Κινούμαι μέσα του άνετα. Με συγκεντρώνει, με ηρεμεί.
Το καλοκαίρι με φέρνει σε μια αόριστη δύσκολη θέση.
Χαρούμενο, αναστατωμένο, με έξαρση, μου ξεφεύγει.
Αδυνατώ να το παρακολουθήσω κι αυτό με αφήνει πίσω. Εκείνος ο τρελός ήλιος, ο ολοφάνερος, η μεσημεριάτικη έκρηξη, η κραυγαλέα νύχτα του φεγγαριού, μ'απομονώνουν απ'την αστραφτερή στροφή τους και με αφήνουν παράταιρα.
Μες στο κέλυφος του χειμώνα βολεύομαι, βυθίζομαι, μαζεύω γύρω μου τα πράγματα μου και εφησυχάζω.
Ο φετινός χειμώνας δείχνει αργόσυρτος.
Κ εγω περπατώ στον πρώτο παράλληλο,
Δεν κρατώ τσάντα, χώνω τα χέρια μου βαθιά στις τσέπες μου και περπατώ,
ακόυω ρυθμικά το βήμα μου.
Δε θέλω να σκέφτομαι, να ψηλαφίζω, ν'αναρωτιέμαι τι, πως, γιατι.
Με κουράζουν οι σκέψεις μου τελευταία.
Φράζω τα αυτιά μου σε όλους τους ψιθύρους του νου μου και περπατώ.
Περπατώ ηδονικά και πονώ πρωτόγνωρα με όσα ανεξήγητα μου συμβαίνουν.
Είναι ένα παιχνίδι του εαυτού μου αυτό.
Μια φάρσα της ευαισθησίας μου που σε δυό μέρες θα μου περάσει.
Δεν είναι ανάγκη να μαστιγώνομαι με το παραμικρό με τύψεις.
Μερικές ενοχές θα ήταν αρκετές.
Ένα μικρό παιχνίδισμα συναισθημάτων διασκεδαστικό αν το σκεφτείς.
Σηκώνω τους ώμους, ανασαίνω βαθιά και συνεχίζω να περπατώ,
στον πρώτο παράλληλο..

27.10.12

κύκλος.

Ενώ νομίζουμε οτι ξεφεύγουμε απ'την αβάσταχτη κανονικότητα
και αναλήθεια της ζωής μας,
τελικά πρόκειται για την ίδια κανονικότητα και το ίδιο ψέμα.
Σερβιρισμένα έτσι που να μοιάζουν με καινούργια και αληθινά.
Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα άγνωστο.
Κι αυτό απο μόνο του θα ήταν καταθλιπτικό.
Τα όρια της φαντασίας μας.
Αλλά δεν το καταλαβαίνουμε, το καμουφλάρουμε και το μεταμφιέζουμε
διαφορετικά κάθε φορά.
Όλα έχουν ξαναγίνει, ο κόσμος πεπερασμένος τρομακτικά.
Ίσως η πιο καταθλιπτική παραίσθηση.


21.10.12

μέχρι.

Είναι και αυτές οι βραδιές που γελάς μέχρι να πονέσει η κοιλιά σου
που πίνεις μέχρι να σου τελειώσουν τα λεφτά
που χορεύεις μέχρι να σε χτυπήσουν τα παπούτσια
που καπνίζεις μέχρι να κλείσει η φωνή σου
που μιλάς τόσο δυνατά μέχρι να σε ακούσει η απέναντι παρέα
που αγκαλιάζεις μέχρι να σταματήσεις την κυκλοφορία του άλλου
που φλερτάρεις μέχρι να σε κεράσουν σφηνάκια
που κάνεις παραγγελιές μέχρι να εκνευρίσεις τον ντι τζέι
που στέλνεις μηνύματα μέχρι να χάσεις και το τελευταίο ίχνος εγωισμού
που αναρωτιέσαι θα πάω μέχρι το σπίτι ή μέχρι το τμήμα
που είσαι στους δρόμους μέχρι το ξημέρωμα
που πας απο τη λογική μέχρι τη παράνοια
που σου λείπει κάποιος μέχρι αηδίας (..)

Αυτές οι βραδιές της υπερβολής,
οι υπερβολικά όμορφες..

11.10.12

έξω.

Περπατάς στην πόλη. Στους μεγάλους δρόμους, στα στενά. Η φασαρία σου παίρνει το κεφάλι. Φοράς ακουστικά και ξεκινάς. Παρατηρείς, σκέφτεσαι, αντιδράς. Ζεις το δικό σου βίντεο κλιπ. Πέμπτη πρωί, γύρω στις 11. Έχοντας τελειώσει τις βασανιστικές επισκέψεις σε τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες, εξαντλώντας την υπομονή μου σε ουρές και αδειάζοντας το πορτοφόλι σε λογαριασμούς, νιώθω ήδη πτώμα. Βάζω τη αγαπημένη μου συχνότητα, καφέ σε πλαστικό και ξεχύνομαι στους δρόμους. Απο τη στιγμή που θα βγω στο δρόμο όλα σταματούν. Δεν υπάρχει χώρος, χρόνος, μόνο αφετηρία και τερματισμός. Βυθίζομαι στις σκέψεις μου και δεν αντιλαμβάνομαι καν οτι άρχισε να ψιλοβρέχει. Κόσμος περπατάει δίπλα μου, στην ίδια κατεύθυνση αλλά και αντίθετα. Πολλές φορές με αγγίζει, με σκουντά, με προσπερνά. Όλοι κομπάρσοι στο βιντεο κλιπ μου, εξυπηρετούν τη δική μου φαντασίωση. Πολλά σενάρια παίζουν στο μυαλό μου κάθε φορά. Σε κάποια έχω αναμειχθεί με το πλήθος γιατί με κυνηγάει η αντικατασκοπεία, σε άλλα είμαι απλά ο Richard Ashcroft των Verve που περπατά χωρίς να δίνει φράγκο για το ποιός περνά δίπλα του. Εξαρτάται πάντα και απο το τραγούδι που έχεις στα αυτιά σου. Μέχρι που -ε ναι σιγά που δε θα συνέβαινε- κάποιος θα φρενάρει απότομα μπροστά μου και θα με εκνευρίσει. Να πάρει οργή ρε φίλε. Αποσυντονίζομαι και ξυπνάω. Μου το χάλασε και τώρα άντε να το βρω. Επιστροφή στη πραγματικότητα και προσγείωση στη λογική. Αντιλαμβάνομαι οτι η ψιλή βροχή άρχισε να γίνεται έντονη. Τρέχουν όλοι απο δω και απο κει και δεν λογαριάζουν ποιόν σπρώχνουν. Σιγά βρε άνθρωπε δε θα λιώσεις κιόλας. Αλλά άντε αυτό να το καταλάβω, βιάζεται ο άλλος μη βραχεί, δε γουστάρει ρε παιδί μου. Αλλά το άλλο ; Το άλλο το καταπληκτικό ; Αυτό που όλες οι μανταμίτσες περπατούν με την ομπρέλα στο χέρι αλλά.. κάτω απο το υπόστεγο. Σιγά κυρά μου, που να πάω εγώ που δεν προνόησα και δεν έχω ομπρελίτσα ;
Πέντε λεπτά κρτάει η βροχή, πέντε λεπτά και ο πανικός. Παίρνω δεύτερο καφέ, κάθομαι σε μια γωνία απο ένα παγκάκι που έχει στεγνώσει ήδη. Βάζω πάλι τα ακουστικά μου κοιτώ γύρω μου. Τον κουλουρτζή στη γωνία που βγάζει το νάυλον και σπρώχνει το καρότσι, μια παρέα παππούδες που καπνίζουν και μιλούν μεγαλόφωνα, κάτι αλάνια που τσαλαβουτούν σε μια λακούβα (απο τις πολλές) με νερό και ένα ζευγάρι εικοσάρηδων που κάθονται μούσκεμα απο την κορφή ως τα νύχια, ακίνητοι, χαμογελώντας και λέγοντας γλυκόλογα -πιθανόν- ο ένας στον άλλο.
Εντάξει εδώ είμαστε, το βρήκα φίλε μου. Τέλειο κλιπ και ας έχω ρόλο κομπάρσου. Δε βαριέσαι, μεσημέριασε άλλωστε..