..σκέφτομαι και γράφω.

26.1.12

η μεγάλη Σαμάνθα σχολή

Τις βλέπεις έξω, ξεχωρίζουν.Από καιρό βαρέθηκαν να περιμένουν να τις σώσει ο πρίγκιπας του παραμυθιού και πήραν το όπλο τους. Δεν είναι ότι το βγάζουν όποτε πάνε κυνήγι, απλά γυρνάνε με το όπλο στο χέρι.
Είναι οι ίδιες που το πρωί φοράνε τη πανοπλία και πάνε για πόλεμο. Που διεκδικούν, αγωνίζονται, καταφέρνουν και δεν κολλάνε πουθενά.
Έμαθαν να κοιμίζουν το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου τους, το παθητικό, συναισθηματικό, και θηλυκό και ανέπτυξαν την αρσενική τους πλευρά, την πρακτική, την επιθετική, τη διεκδικητική.
Κι αυτό βέβαια δεν έγινε έτσι ξαφνικά μια μέρα.
Ξεκίνησε από μια πιο χαζοχαρούμενη μποέμ μορφή φεμινισμού, που ντύθηκε το φουστάνι της επανάστασης στα 70 ‘s, μεταφέρθηκε στους χώρους της δουλειάς κυρίως στα 80’s, πήρε τη μορφή επιθετικού κινήματος στα 90’s και τελικά συνέβαλε στη δημιουργία ενός προφίλ συμπληρωματικού του διαμορφωμένου αρσενικού: αυτού που έχει βαρεθεί να κυνηγάει από έξω, προτιμάει το ντιλίβερι, και ο νόμος της υπερπροσφοράς τον έκανε πιο χαλαρό και πολλές φορές και πιο μαλθακό.
Κι όλα συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί αυτό το περίεργο μείγμα γυναίκας. Ενώ βρίζει τους φαλλοκράτες, είναι συνέχεια στην τσίτα με τα νεύρα της αδικημένης μεταφεμινίστριας, παράλληλα τσαντίζεται και με τους φλώρους, πιπιλάει την καραμέλα ότι «δεν υπάρχουν άντρες», «δεν τη πέφτουν» κι έτσι μέσα στα πλαίσια της ζητούμενης αυτάρκειας, δεν περιμένει κάνοντας ματάκια και μαλλιά, αλλά ζώνεται την αυτοπεποίθησή της κι ορμάει.
Αυτό από μια άποψη βοηθάει, τον παθητικό άντρα που χει σαστίσει, και του λύνει τα χέρια μαζί με τα ζωνάρια από τα παντελόνια.
Όμως κι αυτό δεν της καλύπτει το κενό, και έτσι συνεχίζει να στολίζεται, να επιτίθεται, να ψάχνει.
Δεν θέλει να δει την αποτυχία της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, κι αντιμετωπίζει το φλερτ σαν πρότζεκτ, κάνοντας την ανάγκη, λάιφ στάιλ και διεκδικώντας το next best thing από τη σχέση που δεν της έκατσε: Το πήδημα.
Και κάποιες φορές το απολαμβάνει. Άλλες πάλι όχι. Μένει με τη πλαστική γεύση της συνήθειας, που ναι μεν κάνει το βράδυ να περάσει πιο γρήγορα, αλλά δεν προσφέρει σπουδαίες συγκινήσεις και κυρίως προσγειώνεται στη μοναξιά της επόμενης μέρας.
Μέχρι να βρει κάποιον με περισσότερη τεστοστερόνη από αυτή, που είναι όλα αυτά που απεχθάνεται(κι όλα αυτά που προσπαθεί να είναι κι εκείνη)-σκληρός, φαλλοκράτης, άπιστος, άπληστος- και κολλάει οριστικά. Αντί όπως θα περίμενε κανείς να ανοίξουν μύτες ανοίγουν από το κλάμα,της φεύγει η μαγκιά και πέφτει με τα μούτρα.
Από τέτοιον δεν την έπαθε κι η γκουρού του είδους η Σαμάνθα;
Αυτός πιθανό να βρει αντάξιο αντίπαλο και να ιντριγκαριστεί από την κόντρα και να βαλθεί να την αποτελειώσει, η να την προσπεράσει αδιάφορα γιατί ψάχνει, αυτό που του λείπει: το καθαρόαιμο θηλυκό.
Όσο ο κυνισμός έχει αντικαταστήσει τον ρομαντισμό, κι η πρακτικότητα την ευαισθησία (..)