..σκέφτομαι και γράφω.

8.11.10

γλυκό γκρι



Ήταν ένα απο αυτά τα απόλυτα χειμωνιάτικα πρωϊνά.
Αυτά που τα νιώθεις πριν καν ανοίξεις το παράθυρό σου και ξέρεις τι θα αντικρίσεις ανοίγοντας τις γρίλιες. Γκρι.
Αυτά που σε κάνουν να σφίγγεις πιο πολύ την κουβέρτα και τα μάτια σου.
Ένα τέτοιο πρωϊνό διάλεξα να ξυπνήσω νωρίς, αν και λάτρης του ύπνου και του χουζουρέματος, κυρίως.
Ήθελα όμως να μπω και να περπατήσω μέσα σε αυτό το γκρι.
Είχα ανάγκη για χειμωνιάτικο αέρα στο πρόσωπό μου.
-Θα σηκωθώ νωρίς λοιπόν. Απόφαση ειλημμένη.-
Ένας γρήγορος πρώτος καφές στο σπίτι (απαραίτητα), χειμωνιάτικα αξεσουάρ και δρόμο.
Ο ουρανός βαρύς, φορτωμένος, πολύ πιθανή η υποψία της βροχής.
Δεν πήρα ομπρέλα ( εν γνώσει μου).
Η πόλη σκοτεινή, άχρηστα τα γυαλιά (αυτά τα πήρα).
Κατευθύνομαι προς κέντρο, λατρεμένο. Πάντα πολύβουο και αδιάφορο μπροστά στις διαθέσεις του καιρού.
Άνθρωποι, αυτοκίνητα, φωνές, κόρνες, μουσικές, μια γενικότερη ζάλη -με ηρεμεί-.
Περπατούσα γρήγορα, μα όχι μηχανικά.
Μικρή στάση σε παγκάκι, σε αγαπημένη οδό.
Πάντα με γοήτευε να παρατηρώ ξένα πρόσωπα.
Σφιγμένα χείλη, γελαστά μάτια, πεισμωμένα φρύδια, επιτυχημένα χαμόγελα.

Συνέχισα.

Η βροχή δεν θα αργούσε, την περίμενα και την ζητούσα.

Δεύτερη στάση, έπειτα βιβλία στα χέρια και πίσω στους μεγάλους δρόμους.
Κουδουνίσματα του τηλεφώνου μου με αποσπούν απο το ρυθμό μου. Συντονίζομαι ξανά.
Και κάπου εκεί ήρθε επιτέλους, σε ένα κατακόκκινο φανάρι με βρήκε.

Βρέξε διάολε !

Βροχή, δυνατή και σαρωτική. Σαν τον έρωτα. Παραδόθηκα στη δύναμή της, με ανατρίχιασε ως το κόκκαλο, ήμουν απροστατευτη (σαν τον έρωτα). Ήρθε και με συνεπήρε.
Τότε ήταν η στιγμή που οι παλάμες μου ζητούσαν απεγνωσμένα να αγκαλιάσουν μια πολύχρωμη, αχνιστή κούπα καφέ.
Φόρεσα την κουκούλα μου, έσφιξα τα βιβλία στο χέρι μου, πέρασα το φανάρι και ας με κοιτούσε με πολύ ύφος το κόκκινο ανθρωπάκι και με βήμα γοργό κατευθυνόμουν στο γνωστό μέρος. Χρόνια τώρα, ατελείωτες ώρες και συζητήσεις εκεί.
Τα κατάφερα, η μόνη μου έννοια τώρα ήταν τι γεύση θα είναι ο γαλλικός μου και τι θα ξεφυλλίζω παράλληλα.
Γύρω μου γνώριμες φιγούρες, κουβέντες, γέλια, χαζές χειρονομίες, μουσική και διάθεση απαλή.
Άδειασα τη κούπα μου με λαχτάρα γουλιά γουλιά, αργά και απολαυστικά.
Και η βροχή δυνάμωνε, στιγμάτιζε τα τζάμια.
Και εμείς απο μέσα να μετράμε τις ομπρέλες που παρέλαζαν.
Η ώρα κυλούσε σα τη βροχή στο πλακόστρωτο δρόμο του στενού.
Δεν ήθελα να κοπάσει. Έφυγα, ξανά στη δίνη της.
Περπατώντας ως το σπίτι; Φυσικά !

Είχα καιρό να βρέξω τόσο τα ρουχα μου, να χαλάσω τα μαλλιά και τα παπούτσια μου.
Όμως ξέρεις κάτι; Αδιαφορούσα.
Γιατί σε όλα τα παραπάνω το χέρι μου ήταν μέσα στο δικό σου.
Και αυτό εμένα μου αρκούσε.
Έκανα χαζομάρες και αγκαλιές, κρύωνα αλλά σε κρατούσα.
Με έκανες να φέρομαι ανώριμα και αυτό το λάτρευα.

Δε ξέρω πως θα ήταν το πρωϊνό μου χωρίς εσένα, αλλά είδα πως ήταν με εσένα.
Αδιαφορώ για την πνευμονία, τα παπούτσια, τα μαλλιά.
Θέλω χέρια μπλεγμένα και εξαρτημένα.
Θέλω εσένα και βροχή. Αυτό. Οπουδήποτε.

...και να δεις που αυτός ο Νοέμβρης μπορεί να είναι και γλυκός τελικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου